ἐμπολητός

From LSJ
Revision as of 14:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπολητός Medium diacritics: ἐμπολητός Low diacritics: εμπολητός Capitals: ΕΜΠΟΛΗΤΟΣ
Transliteration A: empolētós Transliteration B: empolētos Transliteration C: empolitos Beta Code: e)mpolhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A bought, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ the son of Sisy phus bought by or palmed off upon L., S.Ph.417.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπολητός: -ή, -όν, ἀγοραστός, ἀγορασθείς, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ, ὁ υἱὸς τοῦ Σισύφου ὁ ἀγορασθεὶς ὑπὸ τοῦ Λαερτίου, διότι λέγεται ὅτι ἡ Ἀντίκλεια ἦν ἔγκυος ὅτε ὁ Λαέρτιος ἠγάγετο αὐτὴν δοὺς πολλὰ χρήματα, Σοφ. Φ. 417.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
vendu à ou acheté par.
Étymologie: ἐμπολάω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
vendido οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ el hijo de Sísifo vendido a Laertes S.Ph.417.

Greek Monolingual

ἐμπολητός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αγοράστηκε, αγορασμένος, αγοραστός.

Greek Monotonic

ἐμπολητός: -ή, -όν (ἐμπολάω), αγορασμένος, αγοραστός, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ, ο γιος του Σίσυφου που αγοράστηκε ή παραδόθηκε στα χέρια του Λαέρτη, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπολητός: купленный или проданный Soph.

Middle Liddell

ἐμπολητός, ή, όν adj ἐμπολάω
bought, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ the son of Sisyphus bought by or palmed off upon Laertes, Soph.