ἰσομήκης

From LSJ
Revision as of 14:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομήκης Medium diacritics: ἰσομήκης Low diacritics: ισομήκης Capitals: ΙΣΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: isomḗkēs Transliteration B: isomēkēs Transliteration C: isomikis Beta Code: i)somh/khs

English (LSJ)

ες, A equal in length, Arist.HA506b14; τῇ Ἀττικῇ Str.9.2.1; of numbers, having a common factor, Pl.R. 546c.

German (Pape)

[Seite 1265] ες, gleich lang; Plat. Rep. VIII, 546 c; Arist. H. A. 2, 16 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομήκης: -ες, ἴσος τὸ μῆκος, Πλάτ. Πολ. 546C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 14· τινὶ Στράβ. 400, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
égal en longueur, de même longueur.
Étymologie: ἴσος, μῆκος.

Greek Monolingual

-όμηκες (Α ἰσομήκης, -όμηκες)
ίσος με άλλον κατά το μήκοςἰσομήκης πως τῇ Ἀττικῇ», Στράβ.)
αρχ.
(για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ιδιομήκης, στενομήκης].

Greek Monotonic

ἰσομήκης: -ες (μῆκος), ίσος στο μήκος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσομήκης: имеющий одинаковую длину Plat., Arst.

Middle Liddell

ἰσο-μήκης, ες μῆκος
equal in length, Plat.