ὁμόσκευος

From LSJ
Revision as of 14:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόσκευος Medium diacritics: ὁμόσκευος Low diacritics: ομόσκευος Capitals: ΟΜΟΣΚΕΥΟΣ
Transliteration A: homóskeuos Transliteration B: homoskeuos Transliteration C: omoskevos Beta Code: o(mo/skeuos

English (LSJ)

ον, A equipped in the same way, Th.2.96,3.95; f.l. for ὁμόσκηνος, X.Cyr. (2.1.25)ap.D.H.Rh.8.11.

German (Pape)

[Seite 340] gleich gerüstet, gekleidet; Thuc. 2, 96. 3, 95; Luc. Tox. 51.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόσκευος: -ον, ὁ κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ὡπλισμένος, ἔχων τὸν αὐτὸν ὁπλισμόν, Θουκ. 2. 96., 3. 95.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
équipé ou vêtu de la même manière.
Étymologie: ὁμός, σκευή.

Greek Monolingual

ὁμόσκευος, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια πολεμική σκευή με κάποιον άλλο, ο εξοπλισμένος κατά τον ίδιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -σκευος (< σκευή «ενδυμασία, εξάρτυση»), πρβλ. ομοιό-σκευος].

Greek Monotonic

ὁμόσκευος: -ον (σκευή), αυτός που είναι εξοπλισμένος με τον ίδιο τρόπο, αυτός που έχει τον ίδιο οπλισμό, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόσκευος: одинаково вооруженный или одинаково одетый Thuc., Luc.

Middle Liddell

ὁμό-σκευος, ον, [σκευη]
equipped in the same way, Thuc.

English (Woodhouse)

wearing similar arms

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)