μισθαρνέω
γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members
English (LSJ)
pf. A μεμισθάρνηκα Aeschin.1.154:—work for hire or serve for hire, ὅσοι μισθαρνοῦντες ἤνυσαν τάδε S.Ant.302, cf. Hp.Ep.11, Pl.R. 346b, D.18.49; τῶν βαναύσων καὶ μισθαρνούντων Arist.Pol.1296b29; οἱ μισθαρνοῦντες τῶν ῥητόρων Phld.Rh.2.56 S.; ὁ μισθαρνῶν ὄχλος Plu.Cat. Mi.44; μισθαρνέω παρά τινος = receive pay from... D.18.236; especially of prostitution, τῷ σώματι μισθαρνοῦσα = hiring herself out, hiring her body, quaestum corpore facere, Id.59.20, cf. Aeschin. l. c., PMagd.14.3 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 190] um Lohn dienen, arbeiten, ὅσοι δὲ μισθαρνοῦντες ἤνυσαν τάδε, Soph. Ant. 302; Plat. Rep. I, 346 b VI, 493 a; Din. 1, 151 Aesch. 3, 220; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μισθαρνέω: ἐργάζομαι ἢ ὑπηρετῶ ἐπὶ μισθῷ, Ἱππ. 1274. 47, Πλάτ. Πολ. 346Β, Δημ. 242· 6· τῶν βαναύσων καὶ μισθαρνούντων Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12, 3· μ. παρά τινος, λαμβάνω μισθὸν παρά..., Δημ. 306. 9· μισθαρνῶν ἀνύτω τι, πράττω τι ἐπὶ μισθῷ, Σοφ. Ἀντ. 302· - ἐπὶ πορνείας, Δημ. 352. 14.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
travailler à gages, être mercenaire, salarié ; en mauv. part faire trafic (de son corps).
Étymologie: μισθάρνης.
Greek Monotonic
μισθαρνέω: μελ. -ήσω, εργάζομαι ή υπηρετώ έναντι αμοιβής, σε Πλάτ., Δημ.· μισθαρνῶν ἀνύειν τι, κάνω κάτι επί πληρωμή, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
μισθαρνέω: служить по найму, работать за плату: οἰ μισθαρνοῦντες Arst., Plut. наемные рабочие или наемники; μισθαρνοῦντες ἤνυσαν τάδε Soph. они совершили это за плату.
Middle Liddell
to work or serve for hire, Plat., Dem.; μισθαρνῶν ἀνύειν τι to do a thing for pay, Soph.