ὑπάνειμι

From LSJ
Revision as of 15:03, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπάνειμι Medium diacritics: ὑπάνειμι Low diacritics: υπάνειμι Capitals: ΥΠΑΝΕΙΜΙ
Transliteration A: hypáneimi Transliteration B: hypaneimi Transliteration C: ypaneimi Beta Code: u(pa/neimi

English (LSJ)

(A εἶμι ibo) come on, creep on, Luc.Merc.Cond.39.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἐπέρχομαι κατὰ μικρόν, ὑπανερπύζω, τὴν ποδάγραν δὲ ὑπανιοῦσαν Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39, Ἱκαρομ. 14.

French (Bailly abrégé)

part. prés. ὑπανιών;
monter un peu.
Étymologie: ὑπό, ἄνειμι.

Greek Monolingual

Α
επέρχομαι βαθμηδόν («τὴν ποδάγραν δὲ ὑπανιοῦσαν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἄνειμι «ανέρχομαι»].

Greek Monotonic

ὑπάνειμι: (εἶμι, ibo), επέρχομαι, διεισδύω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπάνειμι: понемногу взбираться, ползти вверх: ἡ ποδάγρα ὑπανιοῦσα Luc. начинающийся приступ подагры.

Middle Liddell

εἶμι ibo]
to come on, creep on, Luc.