ὑπάνειμι
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
(A εἶμι ibo) come on, creep on, Luc.Merc.Cond.39.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπάνειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) ἐπέρχομαι κατὰ μικρόν, ὑπανερπύζω, τὴν ποδάγραν δὲ ὑπανιοῦσαν Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39, Ἱκαρομ. 14.
French (Bailly abrégé)
part. prés. ὑπανιών;
monter un peu.
Étymologie: ὑπό, ἄνειμι.
Greek Monolingual
Α
επέρχομαι βαθμηδόν («τὴν ποδάγραν δὲ ὑπανιοῦσαν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἄνειμι «ανέρχομαι»].
Greek Monotonic
ὑπάνειμι: (εἶμι, ibo), επέρχομαι, διεισδύω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπάνειμι: понемногу взбираться, ползти вверх: ἡ ποδάγρα ὑπανιοῦσα Luc. начинающийся приступ подагры.