κλιμακίζω

From LSJ
Revision as of 16:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑμᾰκίζω Medium diacritics: κλιμακίζω Low diacritics: κλιμακίζω Capitals: ΚΛΙΜΑΚΙΖΩ
Transliteration A: klimakízō Transliteration B: klimakizō Transliteration C: klimakizo Beta Code: klimaki/zw

English (LSJ)

A use the wrestler's trick called κλῖμαξ (signf. III), Ar.Fr.4 D., Poll.3.155. 2 metaph., pervert, distort, τοὺς νόμους Din.Fr.9.1 (κλιμάζω Harp., Phot.). 3 rear (?), of a horse, Ar.Fr.63b.

German (Pape)

[Seite 1453] ein Kunstausdruck aus der Sprache der Ringer, wahrscheinlich sich auf den Rücken des Gegners schwingen u. ihn so zum Falle bringen, Poll. 3, 155. Die VLL. citiren aus Dinarch. οὗτος κλιμακίζει τοὺς νόμους, was sie παράγει καὶ διαστρέφει erkl., die Gesetze verspotten, umgehen, s. B. A. 272, 15.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑμᾰκίζω: μέλλ. -ίσω, μεταχειρίζομαι τὸ τοῦ παλαιστοῦ τέχνασμα τὸ καλούμενον, κλῖμαξ (σημασ. ΙΙΙ), Πολυδ. Γ΄, 156. ΙΙ. μεταφ., διαστρέφω, διαφθείρω, τοὺς νόμους Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ., ἔνθα ὁ Ἁρποκρ. καὶ ὁ Φώτ. ἔχουσι: κλιμάζω.

Greek Monolingual

κλιμακίζω (Α) κλίμαξ
1. (για παλαιστές) προσπαθώ να καταβάλλω τον αντίπαλό μου πηδώντας πάνω στα νώτα του και καταπιέζοντάς τον
2. μτφ. διαστρέφω, διαφθείρω («κλιμακίζειν τοὺς νόμους», Δείν.)
3. πιθ. (για ίππο) σηκώνω, ανυψώνω.