ἀποικονομέω
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
A manage so as to get rid of a thing, Antyll. ap. Orib. 6.6.1:—Med., πᾶν πάθος καὶ νόσημα τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς get rid of them by one's manner of life, Hierocl.p.51A., cf. Plot.1.4.6,5.9.1, Procl. in Prm.p.497 S.:—Pass., to be removed, Herod.Med. ap. Orib.10.37.17.
German (Pape)
[Seite 304] verbrauchen, vertheilen, zu entfernen suchen, Hierocl. Stob. 39, 36; φευκτὸν καὶ ἀποικονόμητον, zu entfernen, Arr. Ep. 4, 1, 44.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποικονομέω: ἐξοικονομῶ τὸ πρᾶγμα οὕτως, ὥστε νὰ ἀπαλλαγῶ ὑποθέσεως τινος, Πλωτῖν. σ. 331, 555: - Μεσ., κατορθώνω διὰ καταλλήλου βίου ν’ ἀπαλλαχθῶ τινος, ὧν οὕνεκά φημι δεῖν ἀποικονομεῖσθαι πᾶν καὶ πάθος καὶ νόσημα τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς τὸν πατρίδι χρησόμενον καλῶς Ἱεροκλ. ἐν Στοβ. Ἀνθολ. 229. 36, Ἐκλογ. 2. 214.
Spanish (DGE)
1 en v. act. retirar, apartar βάρος Antyll. en Orib.6.6.1.
2 en v. med. quitarse de encima πᾶν πάθος καὶ νόσημα τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς Hierocl.p.51, ταῦτα γὰρ οὐκ αὐτῇ φύσει ἀλλὰ παρόντα μόνον φεύγει ὁ λογισμὸς ἀποικονομούμενος estos objetos, que no existen por naturaleza sino que son transitorios, el pensamiento los rehúye apartándolos de sí Plot.1.4.6, τὸ λυπηρόν Plot.5.9.1, συμβουλεύει ἐκλέγεσθαί τι ἢ ἀποικονομεῖσθαι τῶν ἐπιτηδευμάτων Procl.in Prm.651.39
•c. compl. de direcc. transportar εἰς τὴν σκηνὴν διὰ τάχους ἀποικονομεῖσθαι δεῖ (al enfermo), Herod.Med. en Orib.10.37.17.