φέρμα

From LSJ
Revision as of 16:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φέρμα Medium diacritics: φέρμα Low diacritics: φέρμα Capitals: ΦΕΡΜΑ
Transliteration A: phérma Transliteration B: pherma Transliteration C: ferma Beta Code: fe/rma

English (LSJ)

ατος, τό, (φέρω) A that which is borne, fruit of the womb, A.Ag. 119 (pl., lyr.). 2 fruit of the earth, Id.Supp.690 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1262] τό, das Getragene, bes. die Leibesfrucht, Aesch. Ag. 118 Suppl. 672.

Greek (Liddell-Scott)

φέρμα: τό, (φέρω) τὸ φερόμενον, ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας, τέκνον (πρβλ. τὸ Σκωτικὸν bairn ἐκ τοῦ ῥήματος to bear, φέρω), Αἰσχύλ. Ἀγ. 118. 2) καρπὸς τῆς γῆς, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 690.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 enfant, petit d’animal;
2 fruit de la terre.
Étymologie: φέρω.

Greek Monolingual

(I)
Ν
(β' εν. πρόσ. προστ.) βλ. φερμάρω.
(II)
το, ΝΑ φέρω
1. ο καρπός της κοιλιάς, το έμβρυο
2. ο καρπός της γης.

Greek Monotonic

φέρμα: -ατος, τό (φέρω), αυτό που γεννιέται, ο καρπός από την κοιλιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φέρμα: ατος τό φέρω
1) плод (πάνωρον Aesch.);
2) отпрыск, дитя Aesch.

Middle Liddell

φέρμα, ατος, τό, φέρω
that which is borne, the fruit of the womb (cf. bairn from bear), Aesch.