δᾳδίς
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A a torch-feast, Luc.Alex.39.
German (Pape)
[Seite 513] ίδος, ἡ, das Fackelfest, Luc. Alex. 39.
Greek (Liddell-Scott)
δᾳδίς: -ίδος, ἡ, ἑορτὴ δᾴδων, λαμπαδηφορία, Λουκ. Ἀλεξ. 39.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
s.e. ἡμέρα;
jour des torches, càd fête aux flambeaux.
Étymologie: δᾴς.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ fiesta de antorchas Luc.Alex.39.
Greek Monolingual
δᾳδίς, η (Α) δας
γιορτή με δάδες, λαμπαδηφορία.
Greek Monotonic
δᾳδίς: -ίδος, ἡ, λαμπαδηφορία, λαμπαδηδρομία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
δᾳδίς: ίδος ἡ (sc. ἡμέρα) факельное празднество Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δᾳδίς -ίδος, ἡ [δᾴς] fakkelfeest.