κμητός

From LSJ
Revision as of 08:40, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κμητός Medium diacritics: κμητός Low diacritics: κμητός Capitals: ΚΜΗΤΟΣ
Transliteration A: kmētós Transliteration B: kmētos Transliteration C: kmitos Beta Code: kmhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A wrought, Hsch., EM521.31:—found only in compds. κνᾰδάλλω, = κνάω, scratch, Hsch. κνάζει· βοηθεῖ, Id. κναίω, = κνάω, prob.l. for καινιεῖ, LXXSi.38.28:— elsewhere only in compds. κνᾱκίας, κνᾱκός, κνάκων, Dor. for κνηκ-. κνᾶμις, v. κνημίς. κνάμπτω, v. κνάπτω. κνάξ· γάλα λευκόν, Hsch.; cf. κναξζβί (cj.κνάξ) Thespis 4.

German (Pape)

[Seite 1459] adj. verb. zu κάμνω, gearbeitet, mit Mühe u. Anstrengung verfertigt; Hesych. erkl. πεποιημένα, πεπονημένα. S. πολύκμ ητος.

Greek (Liddell-Scott)

κμητός: -ή, -όν, εἰργασμένος, κατειργασμένος, «κμητά· πεποιημένα, πεπονημένα» Ἡσύχ., πολύκμητος, κτλ.

Greek Monolingual

κμητός, -ή, -όν (Α)
φτιαγμένος, κατεργασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κμη- που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα της ρίζας καμᾶ (Kοmeә2) του ρ. κάμνω (πρβλ. παρακμ. κέ-κμη-κα) + επίθημα -τός. Εμφανίζεται συν. ως β' συνθετικό (πρβλ. ανδρόκμητος, πολυκμητος)].