βαλλωτή

From LSJ
Revision as of 09:30, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαλλωτή Medium diacritics: βαλλωτή Low diacritics: βαλλωτή Capitals: ΒΑΛΛΩΤΗ
Transliteration A: ballōtḗ Transliteration B: ballōtē Transliteration C: valloti Beta Code: ballwth/

English (LSJ)

ἡ, A black horehound, Ballota nigra, Dsc.3.103.

German (Pape)

[Seite 431] ἡ, eine Pflanze, Diosc.; porrum nigrum, Plin.

Greek (Liddell-Scott)

βαλλωτή: ἡ, εἶδος φυτοῦ, ἴσως τὸ μέλαν πράσιον, ἀγριομελισσόχορτον, Διοσκ. 3. 117.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
bot. marrubio fétido o negro, Ballota nigra L., Dsc.3.103, Plin.HN 27.54.

Greek Monolingual

η (Α βαλλωτή)
πολυετής πόα, δύσοσμη, με κόκκινα άνθη, βρομόχορτο, πιπερίτσα
νεοελλ.
ονομασία διαφόρων φυτών Αγγειόσπερμων, Σωληνανθών, από τα οποία γνωστότερο είναι η βαλλωτή η κρατηροειδής, λουμινιά, λυχναράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

{{etym |etymtx=Grammatical information: f.
Meaning: a plant, Ballota nigra (Dsc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown Cf. βάλ(λ)αρις, βάλλις and Strömberg Pflanzennamen 151. Fur. 301 compares βαλαύστιον (also -ώστιον{{)}; αυ\/ω is known from Pre-Gr., as is the suffix -ωτ-. }}

Frisk Etymology German

βαλλωτή: {ballōtḗ}
Grammar: f.
Meaning: Pflanzenname, Ballota nigra (Dsk.).
Etymology: Unerklärt. Vgl. die ähnlichen βάλ(λ)αρις, βάλλις und Strömberg Pflanzennamen 151.
Page 1,217