γαυλικός

From LSJ
Revision as of 09:35, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαυλικός Medium diacritics: γαυλικός Low diacritics: γαυλικός Capitals: ΓΑΥΛΙΚΟΣ
Transliteration A: gaulikós Transliteration B: gaulikos Transliteration C: gavlikos Beta Code: gauliko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for a γαῦλος ΙΙ, χρήματα γ. its cargo, X.An.5.8.1 (v.l. γαυλιτικά).

German (Pape)

[Seite 476] zum Kauffahrteischiff gehörig, χρήματα, Schiffsladung, Xen. An. 5, 8, 1.

Greek (Liddell-Scott)

γαυλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς γαῦλον· -χρήματα γ., αἱ πραγματεῖαι, τὸ φορτίον, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 1· διάφ. γραφ. γαυλιτικά.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de vaisseau marchand (cargaison).
Étymologie: γαῦλος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν de un navío de carga χρήματα X.An.5.8.1.

Greek Monolingual

γαυλικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γαύλο.

Greek Monotonic

γαυλικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για εμπορικό πλοίο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

γαυλικός: v.l. γαυλιτικός 3 являющийся торговым грузом или корабельный (χρήματα Xen.).

Middle Liddell

of or for a merchant vessel, Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαυλικός -ή -όν γαῦλος van een vrachtschip:. γαυλικὰ χρήματα scheepslading Xen. An. 5.8.1.