παρανέμω

From LSJ
Revision as of 10:15, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανέμω Medium diacritics: παρανέμω Low diacritics: παρανέμω Capitals: ΠΑΡΑΝΕΜΩ
Transliteration A: paranémō Transliteration B: paranemō Transliteration C: paranemo Beta Code: parane/mw

English (LSJ)

A pasture beside or near, Ael.NA1.20:—Med., dwell by or near, Lyd.Mag.1.50.

German (Pape)

[Seite 491] (s. νέμω), daneben weiden, Ael. H. A. 1, 20.

Greek (Liddell-Scott)

παρανέμω: βόσκομαι πλησίον, Αἰλ. περὶ Ζ. 1. 20. -Μέσ., κατοικῶ πλησίον, παραπλεύρως, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχ. Πολιτικ. 1. 50.

French (Bailly abrégé)

paître auprès.
Étymologie: παρά, νέμω.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
διανέμω, μοιράζω
αρχ.
1. νέμω, βόσκω κοντά σε κάποιον άλλο
2. μέσ. παρανέμομαι
κατοικώ δίπλα σε κάποιον, γειτονεύω με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + νέμω «βόσκω», αλλά και «διαμοιράζω»].