πολυκήτης
From LSJ
κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
English (LSJ)
ες, A full of monsters, Νεῖλος Theoc.17.98.
German (Pape)
[Seite 664] ες, mit vielen Seeungeheuern, großen Seefischen, Theocr. 17, 98.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκήτης: -ες, πλήρης κητῶν, τεράτων, Νεῖλος Θεόκρ. 17. 98.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
abondant en poissons monstrueux.
Étymologie: πολύς, κῆτος.
Greek Monolingual
-ύκητες, Α
(ποιητ. τ.) (για λίμνη, ποταμό, θάλασσα) αυτός που έχει πολλά κήτη («πολυκήτεα Νεῑλον ἐπεμβάς... ἐστάσατο κώμαις», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κήτης (< κῆτος, τὸ), πρβλ. μεγα-κήτης].
Greek Monotonic
πολῠκήτης: -ες (κῆτος), γεμάτος από τέρατα, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκήτης -ες [πολύς, κῆτος] vol monsters.
Russian (Dvoretsky)
πολυκήτης: изобилующий речными чудовищами (Νεῖλος Theocr.).