χῖδρον

From LSJ
Revision as of 10:50, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῖδρον Medium diacritics: χῖδρον Low diacritics: χίδρον Capitals: ΧΙΔΡΟΝ
Transliteration A: chîdron Transliteration B: chidron Transliteration C: chidron Beta Code: xi=dron

English (LSJ)

τό, mostly in plural χῖδρα, τά, A unripe wheaten-groats, rubbed from the ear in the hands, Ar.Eq.806 (anap.), Pax595 (troch.) (cf. Sch. ad locc., Suid.), PCair.Zen.129.13 (iii B. C.), Alex.Trall.1.13, 2.1, al.; νέα πεφρυγμένα χ. LXX Le.2.14, cf. 23.14: sg., Alcm.75; χίδρα, ἡ, is corrupt in Hsch.; χέδρα is v.l. in Ph.1.180.

Greek (Liddell-Scott)

χῖδρον: τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. χῖδρα, τά, χλωρὸς σῖτος τετριμμένος ἐκ τῶν σταχύων ἢ χονδροκοπανισμένος ὡς εἶναι τὰ ἄλφιτα, ἡ χονδοκοπανισμένη κριθή, Ἀριστοφ. Ἱππ. 806, Εἰρ. 595· νέα πεφρυγμένα χ. Ἑβδ. (Λευ. Β΄, 14, πρβλ. ΚΓ΄)· - τὸ ἑνικ. παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 63. - Περὶ τῆς λέξ. ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ., Casaub. εἰς Ἀθήν. 648Β· - ὁ τύπος χίδρα, ἡ, προῆλθεν ἐξ ἡμαρτημένης τινὸς γλώσσης τοῦ Ἡσυχίου, ἔνθα: «χίδρα· στάχυες νεογενεῖς. ἢ τὰ ἐξ ὀσπρίων ἄλευρα. ἢ σῖτος νέος φρυττόμενος. ἢ τὰ ὀσπριώδη σπέρματα». [Τὸ ι εἶναι μακρόν, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. καὶ ἐκ τοῦ τύπου χείδρα (ἔνθα νῦν χίδρα) παρὰ τῷ Σουΐδ.· ὥστε αἱ συνήθεις αἰτιατικαὶ χίδρον, χίδρα, εἶναι ἡμαρτημέναι].

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
grain de blé frais.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monotonic

χῖδρον: τό, κυρίως σε πληθ. χῖδρα, τά, χλωρά σιτάρια, στάχυα, όπως ἄλφιτα είναι τα κοπανισμένα, αλεσμένα σιτάρια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

χῖδρον, ου, τό, mostly in plural]
unripe wheaten groats, as ἄλφιτα are barley-groats, Ar.

Frisk Etymology German

χῖδρον: {khĩdron}
Forms: meist pl. -ρα
Grammar: n.
Meaning: ‘Gericht von frischen Gerstenkörnern od. anderen Vegetabilien’ (Alkm., Ar., LXX, hell. Pap. u.a.);
Derivative: davon χιδρίας πυρός unreifer Weizen (Ar.Fr. 889).
Etymology: Unerklärt, wohl Fremdwort; nach Sch. Ar. Pax 595 ἔδεσμα περὶ Καρίαν. — Versuch, das Wort mit κριθή zusammenzubringen, von Pisani Ist. Lomb. 77, 565 f.
Page 2,1099