προσλέγω

From LSJ
Revision as of 11:26, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ’" to "’")

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσλέγω Medium diacritics: προσλέγω Low diacritics: προσλέγω Capitals: ΠΡΟΣΛΕΓΩ
Transliteration A: proslégō Transliteration B: proslegō Transliteration C: proslego Beta Code: prosle/gw

English (LSJ)

A say in addition, Luc.Pseudol.31:—Med., 1 aor. προσελεξάμην, Dor. ποτ-, τὼς οὐδὲν ποτελέξαθ' addressed, accosted, Theoc. 1.92, cf. A.R.4.833: metaph., κακὰ προσελέξατο θυμῷ he took evil counsel with himself, meditated evil, Hes.Op.499. II v. προσλέχομαι.

German (Pape)

[Seite 772] (s. λέγω), 1) dazu, dabei legen, med. sich dazu, dabei, daneben legen, καὶ προσέλεκτο, Od. 12, 34, aor. syncop., legte sich zu ihm. – 2) dazu reden, hinzusetzen, ἐκεῖνο μόνον, Luc. pseudol. 31. – Hes. O. 501 auch im med., κακὰ προσελέξατο θυμῷ, Schlimmes sprach er zu seinem Gemüthe, d. i. er machte bei sich schlimme Anschläge; u. gleich dem act., Ap. Rh. 3, 426. 4, 833; τοὺς ποτελέξατο, Theocr. 1, 92.

French (Bailly abrégé)

dire en outre, acc..
Étymologie: πρός, λέγω³.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
ανακοινώνω, γνωστοποιώ κάτι ακόμη
αρχ.
1. λέω κάτι επιπροσθέτως, προσθέτω κάτι ακόμη σε όσα έχω ήδη πει
2. χαιρετίζω με προσφώνηση, προσφωνώ
3. μέσ. προσλέγομαι
απευθύνομαι σε κάποιον, του αποτείνω τον λόγο
4. φρ. «προσλέγομαι θυμῷ» — βάζω με τον νου μου.

Russian (Dvoretsky)

προσλέγω: дор. ποτιλέγω λέγω III]
1) сверх того говорить, добавлять (ἐκεῖνο μόνον Luc.);
2) med. обращаться с речью, заговаривать (ποτιλέγεσθαί τινα Theocr.);
3) med. задумывать, затевать (κακὰ προσλέγεσθαι θυμῷ Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-λέγω act. er sprekend aan toevoegen. med. toespreken:; τὼς οὐδὲν ποτελέξαθ’ ὁ βουκόλος de koeherder zei helemaal niets tegen hen Theocr. Id. 1.92; overdr. (gnom. aor. ). κακὰ προσελέξατο θυμῷ hij maakt zichzelf verwijten Hes. Op. 499.