ἰξοεργός

From LSJ
Revision as of 10:39, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξοεργός Medium diacritics: ἰξοεργός Low diacritics: ιξοεργός Capitals: ΙΞΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: ixoergós Transliteration B: ixoergos Transliteration C: iksoergos Beta Code: i)coergo/s

English (LSJ)

ὁ, A one who uses birdlime, fowler, AP9.264.5 (Apollonid. vel Phil.), 273 tit.

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ, der Leimruthen Machende, Vogelsteller, Apollnds. 25 (IX, 264).

Greek (Liddell-Scott)

ἰξοεργός: ὁ, ὁ διὰ τοῦ ἰξοῦ συλλαμβάνων πτηνά, ὀρνιθοθήρας, Ἀνθ. Π. 9. 264.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
oiseleur.
Étymologie: ἰξός, ἔργον.

Greek Monolingual

ἰξοεργός, -όν (Α)
αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -εργός (< ἔργον), πρβλ. σκοτο-εργός φυτο-εργός].

Greek Monotonic

ἰξοεργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που χρησιμοποιεί ξώβεργες για να πιάσει πουλιά, κυνηγός πουλιών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἰξοεργός:птицелов (пользующийся клейкими прутьями) Anth.

Middle Liddell

ἰξο-εργός, ὁ, [*ἔργω
one who uses birdlime, Anth.