καλλιτεχνία

From LSJ
Revision as of 10:49, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐτεχνία Medium diacritics: καλλιτεχνία Low diacritics: καλλιτεχνία Capitals: ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΑ
Transliteration A: kallitechnía Transliteration B: kallitechnia Transliteration C: kallitechnia Beta Code: kallitexni/a

English (LSJ)

ἡ, A beauty of workmanship, Plu.Per.13, Ath. 5.191b.

German (Pape)

[Seite 1311] ἡ, Schönheit der Kunstarbeit, Plut. Pericl. 13 u. a. Sp., auch Kunstgeschicklichkeit.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιτεχνία: ἡ, κομψότης, ἡ τελειότης τῆς τέχνης, Πλουτ. Περικλ. 13, Ἀθήν. 191Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
beauté d’un travail.
Étymologie: καλός, τέχνη.

Greek Monolingual

η (Α καλλιτεχνία) καλλιτέχνης
η επιμελημένη και καλαίσθητη εργασία
νεοελλ.
1. το έργο του καλλιτέχνη, η άσκηση τών καλών τεχνών («αφοσιώθηκε στην καλλιτεχνία»)
2. το σύνολο τών καλών τεχνών («ιστορία της καλλιτεχνίας»).

Greek Monotonic

καλλιτεχνία: ἡ (τέχνη), τελειότητα της τέχνης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καλλιτεχνία:прекрасное искусство, высокое мастерство Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιτεχνία -ας, ἡ [καλός, τέχνη] goed vakmanschap.

Middle Liddell

καλλι-τεχνία, ἡ, τέχνη
beauty of workmanship, Plut.