ἰωχμός

From LSJ
Revision as of 11:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰωχμός Medium diacritics: ἰωχμός Low diacritics: ιωχμός Capitals: ΙΩΧΜΟΣ
Transliteration A: iōchmós Transliteration B: iōchmos Transliteration C: iochmos Beta Code: i)wxmo/s

English (LSJ)

[ῑ], ὁ,= ἰωκή, ἦλθον ἀν' ἰωχμόν through A the rout, Il.8.89,158; ἰωὴ ἀσπέτου ἰωχμοῖο Hes.Th.683, cf. Theoc.25.279.

German (Pape)

[Seite 1278] ὁ, = ἰωκή, Schlachtgetümmel; Il. 8, 89. 157; Hes. Th. 683.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
poursuite dans un combat, mêlée.
Étymologie: R. Δjακ, poursuivre ; cf. διώκω.

English (Autenrieth)

=ἰωκή, Il. 8.89 and 158.

Greek Monolingual

ἰωχμός, ὁ (Α)
ιωκή, καταδίωξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰωκ-σμός, με σίγηση του -σ-και τροπή του άηχου -κ- σε δασύ -χ-, < ἰωκή (πρβλ. πλοχμός, ρωχμός). Η μακρότητα του αρκτικού ι- οφείλεται σε μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

ἰωχμός: [ῑ], ὁ, = ἰωκή, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἰωχμός:боевая свалка, смятение, беспорядочное отступление Hom., Hes.

Middle Liddell

ἰ¯ωχμός, = ἰωκή, Il., Hes.]