ἀνδρόμεος
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
α, ον, (ἀνήρ) A human, κρέα, αἷμα, χρὼς ἀ., Od.9.297, 22.19, Il.20.100; ψωμοὶ ἀ. gobbets of man's flesh, Od.9.374; ὅμιλος ἁ. throng of men, Il.11.538; ἀ. κεφαλή Emp.134; αὐδή, ἐνοπή, A.R.1.258,4.581. II ἀνδρόμεον· ἱμάτιον (Cret.), Hsch. (-μεο- cognate with Skt. -máya- in hiraṇ-máya- 'golden', etc.)
German (Pape)
[Seite 218] zum Menschen gehörig, Hom. κρέα, Menschenfleisch, Od. 9, 297. 347; ψωμοί 374; αἷμα, Menschenblut, 22, 19; χρώς Il. 20, 100; ὅμιλος. Männerschaar, 11, 538; κεφαλή Empedocl. 295; σάρξ Apollonds. 18 (IX, 281); φωνή Iul. Aeg. 10 (VI, 67); αὐδή, ἐνοπή, Ap. Rh. 1, 258. 4, 581.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρόμεος: -α, -ον, (ἀνήρ) ἀνθρώπινος, κρέα, αἷμα, χρὼς ἀνδρ. Ὀδ. Ι. 297, Χ. 19, Ἰλ. Ν. 20. 100· ψωμοὶ τ’ ἀνδρόμεοι, τεμάχια ἀνθρωπίνων κρεῶν, Ὀδ. Ι. 374· ὅμιλον ἀνδρόμεον, ὅμιλ. ἐξ ἀνδρῶν, Ἰλ. Α. 538· ἀνδρ. κεφαλή Ἐμπεδ. 392.· αὐδή, ἐνοπὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 258, Δ. 581.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
d'homme, humain ; ὅμιλος ἀνδρόμεος IL foule d'hommes.
Étymologie: ἀνήρ.
English (Autenrieth)
ον (ἀνὴρ): of a man or men, human; αἷμα, χρώς, also ὅμῖλος, Il. 11.538; ψωμοί, morsels ‘of human flesh,’ Od. 9.374.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 de partes o elementos del cuerpo humano χρώς Il.20.100, κρέα Od.9.297, αἷμα Od.22.19, Hes.Sc.256, ψωμοί τ' ἀνδρόμεοι trozos de carne humana, Od.9.374, κεφαλή Emp.B 134
•quizá como subst. ἥμερον ἦθος ... ἔμμορον ἀνδρομέων dulce carácter ... lleno de humanidad, Fun.Mon.1041.5 (Atenas II/III d.C.)
•de otras cosas ὅμιλος ἀνδρόμεος una multitud de hombres, Il.11.538, αὐδή A.R.1.258, ἐνοπή A.R.4.581, μολπή Nonn.D.22.45.
2 ἀνδρόμεον· cret. ἱμάτιον Hsch.
Greek Monolingual
ἀνδρόμεος, -έα, -ον (Α)
ανθρώπινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + επίθημα -μεος, το οποίο συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. -maya].
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρόμεος: человеческий (αἷμα, χρώς Hom.; κεφαλή Emped.; φωνή Anth.): ὅμιλος ἀ. Hom. толпа людей.
Middle Liddell
ἀνήρ
of man or men, human, κρέα Hom.; ψωμοὶ ἀνδρ. goblets of man's flesh, Od.