παναεργής
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
ές, all-undigested, δόρπος Nic.Al.66.
German (Pape)
[Seite 456] ές, ganz unverarbeitet, ganz unverdau't, Nic. Al. 66.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰναεργής: -ές, ὅλως ἀκατέργαστος, ἀδιάπεπτος, δόρπον Νικ. Ἀλεξιφ. 66.
Greek Monolingual
παναεργής, -ές (Α)
(για φαγητό) εντελώς ακατέργαστος, αχώνευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀεργής «ακατέργαστος»].