πασπαλέτης
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
English (LSJ)
ου, ὁ, = κεγχραλέτης, Gal.19.128.
German (Pape)
[Seite 531] ὁ, nach Galen. bei Hippocr. = κεγχραλέτης.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο κεγχραλέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο πασπαλαλέτης, με απλολογία (< πάσπαλος + ἀλέτης < ἀλέω «αλέθω»)].