πηλοφόρος

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλοφόρος Medium diacritics: πηλοφόρος Low diacritics: πηλοφόρος Capitals: ΠΗΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pēlophóros Transliteration B: pēlophoros Transliteration C: piloforos Beta Code: phlofo/ros

English (LSJ)

ον, carrying clay or mortar, ib.1290.3 (ii B.C.), Poll.7.130, Suid.

German (Pape)

[Seite 610] Lehm, Koth tragend, Suid. erkl. χειροτέχναι, μισθωτοί.

Greek (Liddell-Scott)

πηλοφόρος: -ον, ὁ φέρων πηλόν, Πολυδ. Ζ΄, 130. ― Κατὰ Σουΐδ. «πηλοφόροι, χειροτέχναι, μισθωτοί».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte du mortier, manœuvre.
Étymologie: πηλός, φέρω.

Greek Monolingual

ο / πηλοφόρος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
εργάτης που μεταφέρει πηλό με το πηλοφόρι, ο βοηθός κτίστη
μσν.-αρχ.
1. αυτός που μεταφέρει πηλό
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «χειροτέχνης, μισθωτός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + -φόρος].

Greek Monotonic

πηλοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει πηλό.

Middle Liddell

πηλο-φόρος, ον, φέρω
carrying clay.