πηρίν
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
or πηρίς (both forms in Choerob. in An.Ox.2.248), ῖνος, ἡ, scrotum, Nic.Th.586, Antig. ap. Erot. (not found in text of Hp.); ἐλάφου πηρίς Hsch.
German (Pape)
[Seite 611] ὁ, auch πηρίς, ῖνος, ἡ, Saamenbeutel, Hodensack mit den Hoden, Nic. Th. 583; vgl. E. M. 671, 3 u. περίναιος, περίνεος.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
le scrotum.
Étymologie: πήρα.
Greek Monolingual
και πηρίς, -ῑνος, ἡ, Α
ο σάκος τών όρχεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + επίθημα -ίν/-ίς (πρβλ. γλωχ-ίν/-ίς: γλώξ, γλῶχες, ῥηγμ-ίν/-ίς: ῥήγνυμι, σταμ-ῖνες: ἵστημι, στάμ-νος)].