πλεθρίζω
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
run the πλέθρον: metaph., 'draw the long bow', Thphr.Char.23.2 (dub.l.).
German (Pape)
[Seite 628] ursprünglich im πλέθρον auf und ab laufen; übertr., sich im Reden ergehen, großprahlen, aufschneiden, Theophr. char. 23.
Greek (Liddell-Scott)
πλεθρίζω: τρέχω διάστημα πλέθρου· μεταφορ., μεγαλαυχῶ, Θεοφρ. Χαρακτ. 23.
French (Bailly abrégé)
1 donner la mesure d'un arpent ; courir le plèthre;
2 fig. discourir longuement.
Étymologie: πλέθρον.
Greek Monolingual
Α πλέθρον
1. διατρέχω απόσταση ενός πλέθρου
2. μτφ. καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαλαυχώ.
Greek Monotonic
πλεθρίζω: μέλ. -σω, τρέχω το διάστημα ενός πλέθρου, πλέθρον· μεταφ., καυχιέμαι, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλεθρίζω [πλέθρον] opscheppen.
Middle Liddell
πλεθρίζω,
to run the πλέθρον; metaph. to "shoot with a long bow, " Theophr.