πεῖσα
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
ης, ἡ, (πείθω) poet. for πειθώ, obedience, τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσῃ κραδίη μένε, i.e. it remained calm, Od.20.23, cf. Plu.2.453d, Hdn.Gr. 1.266.
Greek (Liddell-Scott)
πεῖσα: -ης, -ἡ, (πείθω) ποιητ. ἀντὶ πειθώ, ὑπακοή, ἀταραξία, τῷ δὲ μάλ’ ἐν πείσῃ κραδίη μένε, δηλ. ἔμενεν ἥσυχος, Ὀδ. Υ. 23· πρβλ. Πλούτ. 2. 453D, Ἀρκάδ. 97.
English (Autenrieth)
(πείθω): obedience, ‘subjection,’ Od. 20.23†.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ. του πειθώ)
1. υπακοή, ευπείθεια, πειθώ
2. καθησύχαση, καταπράυνση, αταραξία («τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσηῃ κραδίη μένε τετληυῑα νωμελέως», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + επίθημα -ja].
Greek Monotonic
πεῖσα: -ης, ἡ, ποιητ. αντί πειθώ, υπακοή, ἐν πείσῃ κραδίη μένε, δηλ. παρέμεινε ήσυχο, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
πεῖσα: ион. πείση ἡ послушание, покорность (ἐν πείσῃ μένειν Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεῖσα -ης, ἡ, Ion. πείση [πείθω] gehoorzaamheid.
Middle Liddell
poet. for πειθώ, obedience, ἐν πείσηι κραδίη μένε, i. e. it remained calm, Od.