προαποπέμπω
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
send away, dismiss before, D.C.60.34:—Med., X.Cyr.4.2.29:—Pass., Th.3.25.
German (Pape)
[Seite 708] vorher wegschicken, Thuc. 3, 25 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προαποπέμπω: ἀποπέμπω, ἀπολύω πρότερον, Θουκ. 3. 25, Δίων Κ. 60. 34. ― Μέσ., Ξεν. Κύρ. 4. 2, 29.
French (Bailly abrégé)
renvoyer auparavant, envoyer par avance.
Étymologie: πρό, ἀποπέμπω.
Greek Monolingual
Α ἀποπέμπω
αποστέλλω κάποιον ή κάτι προηγουμένως («τὰς τε γυναῑκας ἐν ταῖς ἀρμαμάξαις προαπεπέμψατο τῆς νυκτός», Ξεν.).
Greek Monotonic
προαποπέμπω: μέλ. -ψω, διώχνω μακριά από πριν, σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προᾰποπέμπω: тж. med. высылать заранее или вперед (τὰς γυναῖκας ἐν ταῖς ἁρμαμάξαις Xen.): προαποπεμφθῆναι Thuc. быть высланным вперед.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αποπέμπω vooraf wegsturen.