προβατοκάπηλος

From LSJ
Revision as of 15:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτοκάπηλος Medium diacritics: προβατοκάπηλος Low diacritics: προβατοκάπηλος Capitals: ΠΡΟΒΑΤΟΚΑΠΗΛΟΣ
Transliteration A: probatokápēlos Transliteration B: probatokapēlos Transliteration C: provatokapilos Beta Code: probatoka/phlos

English (LSJ)

[κᾰ], ὁ, sheep-dealer, retailer of sheep, Plu.Per.24, Com.Adesp.62.

German (Pape)

[Seite 711] mit Vieh, bes. mit Schafen handelnd; Schol. Ar. Equ. 762; Plut. Pericl. 24; Poll. 7, 184.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτοκάπηλος: -ον, κάπηλος προβάτων, προβατέμπορος, Πλουτ. Περικλ. 24, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. προβατοπώλης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de moutons.
Étymologie: πρόβατον, κάπηλος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
έμπορος προβάτων, προβατέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. ορνιθο-κάπηλος)].

Greek Monotonic

προβᾰτοκάπηλος: -ον, κάπηλος προβάτων, προβατέμπορας, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προβᾰτοκάπηλος:мелкий торговец скотом Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβατοκάπηλος -ου, ὁ [πρόβατον, κάπηλος] schapenhandelaar.

Middle Liddell

προβᾰτο-κάπηλος, ον,
a retailer of sheep, Plut.