πρόνομος

From LSJ
Revision as of 16:46, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόνομος Medium diacritics: πρόνομος Low diacritics: πρόνομος Capitals: ΠΡΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: prónomos Transliteration B: pronomos Transliteration C: pronomos Beta Code: pro/nomos

English (LSJ)

ον, (προνέμομαι) grazing forward, opp.ὀπισθονόμος (q.v.): generally, π. βοτά grazing Herds, A.Supp.691 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 736] vorwärts weidend, βοτὰ πρόνομα, das Weidevieh, welches im Weiden vorwärts geht, Aesch. Suppl. 673.

Greek (Liddell-Scott)

πρόνομος: -ον, (προνέμομαι) ὁ βοσκόμενος πρὸς τὰ ἐμπρός, ὁ ἐν τῷ βόσκεσθαι βαίνων πρὸς τὰ ἐμπρός, ἀντίθετον τῷ ὀπισθόνομος (ὅπερ ἴδε)· καθόλου, βοτὰ πρόνομα, βοσκόμεναι ἀγέλαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 691.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui paît en allant devant soi ou en allant çà et là.
Étymologie: πρό, νέμω.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α προνέμομαι
(για φυτοφάγα ζώα) αυτός που, όταν βόσκει, κινεί το σώμα του προς τα εμπρός.
(II)
ὁ, και πρόνομον, τὸ, Α
δικαίωμα, θεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + νόμος.

Russian (Dvoretsky)

πρόνομος: пасущийся (βοτὰ πρόνομα Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόνομος -ον [προνέμω] grazend:. πρόνομα βοτά grazend vee Aeschl. Suppl. 691.