συνδιακινδυνεύω

From LSJ
Revision as of 18:57, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιακινδῡνεύω Medium diacritics: συνδιακινδυνεύω Low diacritics: συνδιακινδυνεύω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΩ
Transliteration A: syndiakindyneúō Transliteration B: syndiakindyneuō Transliteration C: syndiakindyneyo Beta Code: sundiakinduneu/w

English (LSJ)

share in danger, Hdt.7.220; μετά τινος, τινων, Pl.La.189b, IG22.505.32.

German (Pape)

[Seite 1007] sich mit od. zugleich in Gefahr begeben, einen Kampf wagen; Her. 7, 220; μετ' ἐμοῦ, Plat. Lach. 189 b.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιακινδῡνεύω: συμμετέχω τοῦ κινδύνου. διακινδυνεύω ὁμοῦ, Ἡρόδ. 7. 220· μετά τινος Πλάτ. Λά?. 189Β.

French (Bailly abrégé)

s'exposer au danger avec.
Étymologie: σύν, διακινδυνεύω.

Greek Monolingual

Α
διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω και εγώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monotonic

συνδιακινδῡνεύω: μέλ. -σω, μετέχω από κοινού στον κίνδυνο, διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω μαζί με, σε Ηρόδ., Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διακινδυνεύω samen (met...) of mede een gevaar doorstaan, samen (met...) gevaar lopen; met μετά + gen. met iem.

Russian (Dvoretsky)

συνδιακινδῡνεύω: вместе подвергаться опасности, идти на риск: σ. τινί Her. и μετά τινος Plat. делить опасность с кем-л.

Middle Liddell

fut. σω
to share in danger, Hdt., Plat.