συνδιακινδυνεύω
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
share in danger, Hdt.7.220; μετά τινος, τινων, Pl.La.189b, IG22.505.32.
German (Pape)
[Seite 1007] sich mit od. zugleich in Gefahr begeben, einen Kampf wagen; Her. 7, 220; μετ' ἐμοῦ, Plat. Lach. 189 b.
French (Bailly abrégé)
s'exposer au danger avec.
Étymologie: σύν, διακινδυνεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διακινδυνεύω samen (met...) of mede een gevaar doorstaan, samen (met...) gevaar lopen; met μετά + gen. met iem.
Russian (Dvoretsky)
συνδιακινδῡνεύω: вместе подвергаться опасности, идти на риск: σ. τινί Her. и μετά τινος Plat. делить опасность с кем-л.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιακινδῡνεύω: συμμετέχω τοῦ κινδύνου. διακινδυνεύω ὁμοῦ, Ἡρόδ. 7. 220· μετά τινος Πλάτ. Λά?. 189Β.
Greek Monolingual
Α
διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω και εγώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
Greek Monotonic
συνδιακινδῡνεύω: μέλ. -σω, μετέχω από κοινού στον κίνδυνο, διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω μαζί με, σε Ηρόδ., Πλούτ.