συνεπόμνυμι

From LSJ
Revision as of 19:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπόμνῡμι Medium diacritics: συνεπόμνυμι Low diacritics: συνεπόμνυμι Capitals: ΣΥΝΕΠΟΜΝΥΜΙ
Transliteration A: synepómnymi Transliteration B: synepomnymi Transliteration C: synepomnymi Beta Code: sunepo/mnumi

English (LSJ)

swear to in addition or besides, τι Ar.Lys.237: c. inf., X.An.7.6.19:—Med., J.AJ16.7.3.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπόμνῡμι: ἐπόμνυμι, ὁρκίζομαι πρὸς τούτοις ἢ προσέτι, ξυνεπόμνυθ’ ὑμεῖς ταῦτα πᾶσαι; Ἀριστοφ. Λυσ. 237· μετ’ ἀπαρεμ., συνεπόμνυμι μηδὲ ἃ οἱ ἄλλοι στρατηγοὶ ἔλαβον εἰληφέναι Ξεν. Ἀν. 7. 6, 19.

French (Bailly abrégé)

jurer en même temps de, inf..
Étymologie: σύν, ἐπόμνυμι.

Greek Monolingual

Α
(ενεργ. και μέσ. συνεπόμνυμαι) ορκίζομαι μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπόμνυμι «ορκίζομαι, επιδοκιμάζω»].

Greek Monotonic

συνεπόμνῡμι: μέλ. -ομόσω, ορκίζομαι επιπλέον ή επίσης, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επόμνυμι samen zweren (om); met inf.. Xen. An. 7.6.19.

Russian (Dvoretsky)

συνεπόμνῡμι:
1) давать совместную клятву, вместе клясться (τι Arph.);
2) одновременно клясться: συνεπόμνυμι μὴ εἰληφέναι Xen. в то же время я клянусь, что ничего не получил.

Middle Liddell

fut. -ομόσω
to swear besides, Xen.