συνεπόμνυμι
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
swear to in addition or besides, τι Ar.Lys.237: c. inf., X.An.7.6.19:—Med., J.AJ16.7.3.
French (Bailly abrégé)
jurer en même temps de, inf..
Étymologie: σύν, ἐπόμνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επόμνυμι samen zweren (om); met inf.. Xen. An. 7.6.19.
German (Pape)
[νῡ], (ὄμνυμι), mit oder zugleich beschwören; Ar. Lys. 237; Xen. An. 7.6.19.
Russian (Dvoretsky)
συνεπόμνῡμι:
1 давать совместную клятву, вместе клясться (τι Arph.);
2 одновременно клясться: συνεπόμνυμι μὴ εἰληφέναι Xen. в то же время я клянусь, что ничего не получил.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπόμνῡμι: ἐπόμνυμι, ὁρκίζομαι πρὸς τούτοις ἢ προσέτι, ξυνεπόμνυθ’ ὑμεῖς ταῦτα πᾶσαι; Ἀριστοφ. Λυσ. 237· μετ’ ἀπαρεμ., συνεπόμνυμι μηδὲ ἃ οἱ ἄλλοι στρατηγοὶ ἔλαβον εἰληφέναι Ξεν. Ἀν. 7. 6, 19.
Greek Monolingual
Α
(ενεργ. και μέσ. συνεπόμνυμαι) ορκίζομαι μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπόμνυμι «ορκίζομαι, επιδοκιμάζω»].
Greek Monotonic
συνεπόμνῡμι: μέλ. -ομόσω, ορκίζομαι επιπλέον ή επίσης, σε Ξεν.