σύμπυκνος
From LSJ
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
English (LSJ)
ον, pressed together, compressed, tight, X.Eq.10.10.
German (Pape)
[Seite 990] dicht oder eng zusammengedrängt, Xen. equ. 10, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπυκνος: -ον, πολὺ πυκνός, κατάπυκνος, σφικτός, Ξεν. Ἱππ. 10, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compact.
Étymologie: σύν, πυκνός.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύ πυκνός.
Greek Monotonic
σύμπυκνος: -ον, αυτός που έχει συμπυκνωθεί, σφιχτός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σύμπυκνος: плотный, твердый, жесткий Xen.
Middle Liddell
σύμ-πυκνος, ον,
pressed together, compressed, Xen.