φιλοζέφυρος
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
ον, loving the west wind, ib. 10.16 (Theaet.), 12.195 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 1279] den Westwind liebend; λειμῶνες Strat. 37 (XII, 195); γαλήνη Theaet. Schol. 2 (X, 16); Nonn. D. 11, 496.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοζέφυρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν ζέφυρον, δηλ. τὸν δυσμικὸν ἄνεμον, Ἀνθ. Π. 10. 16., 12. 195.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le zéphyr.
Étymologie: φίλος, ζέφυρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τόπους) αυτός που αγαπά τον δυτικό άνεμο, αυτός στον οποίο πνέει συνήθως ο ζέφυρος («φιλοζέφυροι λειμῶνες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ζέφυρος «δυτικός άνεμος»].
Greek Monotonic
φῐλοζέφῠρος: -ον, αυτός που αγαπά το δυτικό άνεμο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοζέφῠρος: любящий дуновения зефира (λειμῶνες Anth.).