φιλοκτέανος

From LSJ
Revision as of 19:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκτέᾰνος Medium diacritics: φιλοκτέανος Low diacritics: φιλοκτέανος Capitals: ΦΙΛΟΚΤΕΑΝΟΣ
Transliteration A: philoktéanos Transliteration B: philokteanos Transliteration C: filokteanos Beta Code: filokte/anos

English (LSJ)

ον, loving possessions, greedy of gain, covetous, Il.1.122 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1281] besitzliebend, dah. habsüchtig, habgierig, im superl. φιλοκτεανώτατος Il. 1, 122.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκτέᾰνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ κτήματα, φιλοκτήμων, ἄπληστος, πλεονέκτης, ἐν Ἰλ. Α. 122, ἐν τῷ ὑπερθ. φιλοκτεανώτατος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.) φιλοκτήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κτέανος (< κτέανον «κτήμα, περιουσία»), πρβλ. πολυκτέανος.

Greek Monotonic

φῐλοκτέᾰνος: -ον (κτέανον), αυτός που αγαπά τα κτήματα, λαίμαργος για το κέρδος, άπληστος· υπερθ. φιλοκτεανώτατος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκτέᾰνος: (только superl. φιλοκτεανώτατος) корыстолюбивый, жадный Hom.

Middle Liddell

φῐλο-κτέᾰνος, ον, κτέανον
loving possessions, greedy of gain, covetous, Sup. φιλοκτεανώτατος, Il.