φυρμός

From LSJ
Revision as of 19:53, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυρμός Medium diacritics: φυρμός Low diacritics: φυρμός Capitals: ΦΥΡΜΟΣ
Transliteration A: phyrmós Transliteration B: phyrmos Transliteration C: fyrmos Beta Code: furmo/s

English (LSJ)

ὁ, mixture, confused mass, disorder, D.S.18.30, M.Ant. 12.14; φ. καὶ σύγχυσις τῶν κατὰ νόμους δικαίων D.S.36.11; ἀνθρώπων ὁμοῦ καὶ πραγμάτων Ph.Fr.33 H.: metaph., 'a pretty kettle of fish', Cic.Att.14.5.1.

German (Pape)

[Seite 1316] ὁ, Verwirrung, Unordnung, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

φυρμός: ὁ, ἀνάμιξις, σύγχυσις, ἀταξία, Διόδ. 18. 30, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττ. 14. 5. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φυρμός· μολυσμός, ῥύπος, μίασμα».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de mêler, de brouiller.
Étymologie: φύρω.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ φύρω
1. ανακάτεμα, σύγχυση («Πάντα ἕστηκεν ἀσύγχυτα καὶ παντός ἐλεύθερα φυρμοῦ», Μάξ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «φυρμός
μολυσμός, ῥύπος, μίασμα».

Russian (Dvoretsky)

φυρμός:φύρω смятение, беспорядок Diod.