ψεφαρός

From LSJ
Revision as of 20:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψεφᾰρός Medium diacritics: ψεφαρός Low diacritics: ψεφαρός Capitals: ΨΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: psepharós Transliteration B: psepharos Transliteration C: psefaros Beta Code: yefaro/s

English (LSJ)

ά, όν, gloomy, cloudy, Hp. ap. Gal.19.156 (v.l. for ὑποψ- in Hp.Prorrh.1.116).

German (Pape)

[Seite 1396] trübe, dunkel, finster, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ψεφᾰρός: -ά, -όν, «ψευφαρά, ζοφοειδῆ (διάφ. γραφ. ψεφοειδῆ), μελανειδοῦντα· ψέφος γὰρ τὸ σκότος» Γαληνοῦ Ἱπποκράτ. γλωσσῶν Ἐξήγησ. 598.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
σκοτεινός, θολός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι», μέσω αμάρτυρου αρχικού τ. ψέφαρ (πρβλ. γεραρός)].