βρότειος
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
ον, also α, ον Archil.15, Emp.2.9, E.Hipp.19, Supp.777:— poet.Adj. mortal, human, A.Pr.116 (lyr.), etc.; β. μῆτις Emp.l.c.; β. γένος E.Fr.898.13; ψυχὴν βροτείαν Id.Supp.777; β. πόνοι of mortals, Alex.240.9:—in Hom. only βρότεος, η, ον, φωνή Od.19.545; εὐνή h.Ven.47; also in Pi.O.9.34, Emp.100.17, A.Eu.171 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 465] ον, auch βροτεία, z. B. ὁμιλία Eur. Hipp. 19, sterblich, menschlich; Tragg. ἀχώ, ὕβρις, Aesch. Prom. 116 Eum. 103; φῶτα Eur. Bacch. 542 u. öfter; φύσις Philp. 46 (Plan. 52).
Greek (Liddell-Scott)
βρότειος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Ἀρχίλ. 13, Εὐρ. Ἱππ. 19· ― ποιητ. ἐπὶθ., θνητός, Αἰσχύλ. Πρ. 116, κτλ.· βρ. γένος Σοφ. Ἀποσπ. 132· ψυχὴν βρότειος Εὐρ. Ἱκέτ. 777· βρ. πόνοι, τῶν θνητῶν, Ἄλεξ. Ὑπν. 1. 9· ― παρ’ Ὁμ. μόνον βρότεος, η, ον, Ὀδ. Τ. 345, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 47· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. Ο. 9. 52, κτλ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 171.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
des mortels, des hommes.
Étymologie: βροτός.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): fem. -ίη Archil.16, Emp.B 2.9
• Morfología: [-ος, -ον A.Pr.116]
mortal, humano μελέτη τε βροτείη habilidad humana Archil.l.c., ὀδμὰ β. olor procedente de un mortal A.l.c., ἔργον Diagor.1.1, μῆτις Emp.l.c., cf. B 6.3, δόξαι Parm.B 8.51, βρότειον οὐδέν S.OT 709, γένος S.Fr.126.3, E.Fr.898.13, ὁμιλία E.Hipp.19, ψυχή E.Supp.777, λαιμόν E.IA 1083, πόνοι Alex.242.9.
Greek Monolingual
βρότειος, -α, -ον και βρότεος, -η, -ον (Α) βροτός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους βροτούς, ο ανθρώπινος («βρότειον γένος», «βρότειοι πόνοι»).
Greek Monotonic
βρότειος: -ον, ή -α, -ον (βροτός), ποιητ. επίθ., θνητός, ανθρώπινος, αυτός που έχει ανθρώπινη καταγωγή, σε Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
βρότειος: и 3 смертный, т. е. человеческий Trag., Plut.
Middle Liddell
βροτός
mortal, human, of mortal mould, Trag.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βρότειος -α -ον en -ος -ον, ook βρότεος -α -ον βροτός Ion. f. βροτέη, van stervelingen, menselijk.