διήγημα
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ατος, τό, tale, λέγειν Phoenicid.4.15; δ. ἀνωφελές Plb.1.14.6, cf. LXX De.28.37, Polem.Call.42, Porph.Antr.4, etc.
Greek (Liddell-Scott)
διήγημα: τό, ὡς παρ' ἡμῖν, λέγειν Φοινικίδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 15· δ. ἀνωφελὲς Πολύβ. 1. 14, 6· δ. γέγονα, ὡς παρ' Ὁρατίῳ, fabula fies, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Χαρίτωνος.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
récit.
Étymologie: διηγέομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 narración, relato, historia c. gen. subjet. τὰ Ἰσαίου διηγήματα D.H.Is.16.2, c. gen. obj. τοῦ δράματος Ach.Tat.5.3.4, cf. LXX 2Ma.2.24, Pall.H.Laus.proem.2, Chrys.M.47.322, c. prep. περὶ αὐτοῦ Eus.M.23.1297C, sin rég. τερπνόν D.Fr.1.5, στρατιωτικά Epicur.Fr.[9], ἀνωφελές Plb.1.14.6, ἐμπορικά Plb.4.39.11, cf. Str.14.2.21, ἀσύμφωνα I.BI 1.1, cf. Polem.Call.42, D.H.Pomp.3.14, Plu.2.503b, 514b, Paus.1.25.1, ἐπιτραπέζια διηγήματα Basil.Hex.7.6 (p.426), cf. Vett.Val.258.19, Lib.Decl.6.1.2, Eun.Hist.14, Βεργαῖον δ. relato bergeo, e.e. relato increíble Str.2.3.5, δ. ἐστι λόγος ἐκθετικὸς πραγμάτων γεγονότων ἢ ὡς γεγονότων la narración es un discurso que expone hechos reales o supuestamente reales Theo Prog.78.16, ὁ μὲν διήγημ' ἔλεγεν Phoenicid.4.15, cf. Aeschin.Ep.4.5, LXX De.28.37, Demetr.Eloc.8, D.H.Th.33.2, Ph.2.67, 589, I.AI 15.210, Sor.125.7, Luc.DMeretr.13.4, Fauorin.Fort.4, Hermog.Inu.4.12 (p.202), X.Eph.3.3.3, Hld.1.8.7, Aristid.Quint.74.11, Alex.Aphr.Pr.1.118, Clem.Al.Prot.11.113, Gr.Naz.Ep.249.15, Porph.Antr.4, Phlp.in Cat.193.8, ἡ τομὴ τοῦ διηγήματος Sch.Il.11.243c, cf. Sch.Er.Il.11.671-761, Περὶ προθέσεως καὶ διηγήματος tít. de una obra de Teofrasto, D.L.5.48.
2 explicación τὸ ... εὐαγγέλιον δ. νόμου Melit.Pasch.279, cf. Ath.Al.M.26.125C, Meth.Arbitr.1.2 (p.147).
3 jur. informe, exposición redactado para su publicación δ. ἀποκηρύξεως PMasp.97ue.D.27 (VI d.C.) en BL 1.108.
Greek Monolingual
το (AM διήγημα) διηγούμαι
ό,τι διηγείται ή εξιστορεί κάποιος
νεοελλ.
είδος πεζογραφικής φανταστικής αφήγησης γραμμένης συνήθως με μεγαλύτερη πυκνότητα και ένταση από ό,τι το μυθιστόρημα και η νουβέλλα
αρχ.
φρ. «διήγημα γέγονα» — αφηγούνται προφορικώς ή γραπτώς την περίπτωση μου.
Russian (Dvoretsky)
διήγημα: ατος τό рассказ, повествование Polyb., Plut.