διακόνησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, serving, doing service, Pl.Lg.633c.
German (Pape)
[Seite 583] ἡ, Dienstleistung; Plat. Legg. I, 633 c; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διᾱκόνησις: -εως, ἡ, ὑπηρεσία, τὸ ὑπηρετεῖν, Πλάτ. Νόμ. 633C.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
servicio, acción de servir Pl.Lg.633c, Sch.E.Alc.98.
Greek Monolingual
διακόνησις (-εως), η (Α) διακονώ
υπηρεσία, εξυπηρέτηση.
Russian (Dvoretsky)
διᾱκόνησις: εως ἡ обслуживание (ἄνευ θεραπόντων ἑαυτῶν διακονήσεις Plat. - v.l. διαπονήσεις).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακόνησις -εως, ἡ [διακονέω] het verrichten van een dienst.