δυσέρημος
From LSJ
English (LSJ)
ον, very lonely, desolate, πάγος AP9.561 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 680] sehr einsam, öde; πάγος Philip. 68 (IX, 561).
Greek (Liddell-Scott)
δυσέρημος: -ον, παντελῶς ἔρημος, μεμονωμένος, «παντέρημος», πάγος Ἀνθ. Π. 9. 561.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(relégué) dans une triste solitude (village), désolé.
Étymologie: δυσ-, ἔρημος.
Spanish (DGE)
-ον muy solo, desolado πάγος AP 9.561 (Philippus).
Greek Monolingual
δυσέρημος, -ον (Α)
τελείως έρημος.
Greek Monotonic
δυσέρημος: -ον, μοναχικός, έρημος, απομονωμένος, παντέρημος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δυσέρημος: совершенно уединенный, заброшенный, глухой (πάγος Anth.).
Middle Liddell
δυσ-έρημος, ον
very lonely, desolate, Anth.