δύσπλανος

From LSJ
Revision as of 23:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσπλᾰνος Medium diacritics: δύσπλανος Low diacritics: δύσπλανος Capitals: ΔΥΣΠΛΑΝΟΣ
Transliteration A: dýsplanos Transliteration B: dysplanos Transliteration C: dysplanos Beta Code: du/splanos

English (LSJ)

ον, wandering in misery, A.Pr.608 (lyr.); δ. ἀλατείαις ib.900 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 687] unglücklich umherirrend, Aesch. Prom. 611. 902.

Greek (Liddell-Scott)

δύσπλᾰνος: -ον, ἀθλίως πλανώμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 608, 900.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui erre misérablement.
Étymologie: δυσ-, πλάνη.

Spanish (DGE)

(δύσπλᾰνος) -ον
de enloquecido errar παρθένος ref. Ío, A.Pr.608, cf. 900.

Greek Monolingual

δύσπλανος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανιέται μέσα στη δυστυχία.

Greek Monotonic

δύσπλᾰνος: -ον (πλάνη), αυτός που περιπλανιέται μέσα στη δυστυχία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύσπλᾰνος: преследуемый несчастьями в своих скитаниях, гонимый бедствиями (δ. παρθένος = Ἰώ Aesch.).

Middle Liddell

δύσ-πλᾰνος, ον πλάνη
wandering in misery, Aesch.