δύσπλανος
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
ον, wandering in misery, A.Pr.608 (lyr.); δ. ἀλατείαις ib.900 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 687] unglücklich umherirrend, Aesch. Prom. 611. 902.
Greek (Liddell-Scott)
δύσπλᾰνος: -ον, ἀθλίως πλανώμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 608, 900.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui erre misérablement.
Étymologie: δυσ-, πλάνη.
Spanish (DGE)
(δύσπλᾰνος) -ον
de enloquecido errar παρθένος ref. Ío, A.Pr.608, cf. 900.
Greek Monolingual
δύσπλανος, -ον (Α)
αυτός που περιπλανιέται μέσα στη δυστυχία.
Greek Monotonic
δύσπλᾰνος: -ον (πλάνη), αυτός που περιπλανιέται μέσα στη δυστυχία, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δύσπλᾰνος: преследуемый несчастьями в своих скитаниях, гонимый бедствиями (δ. παρθένος = Ἰώ Aesch.).