θαλασσουργός
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
English (LSJ)
ὁ, one who works on the sea, a fisherman or sailor, Charon 10, X.Oec.16.7, Plb.10.8.5: as adjective, θ. ἔθνος Philostr.VA4.32.
German (Pape)
[Seite 1183] ὁ, Geschäfte zur See treibend, von Seehandel u. Fischerei; Xen. Oec. 16, 7; Pol. 10, 8, 5; Luc. Herc. 1.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλασσουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἐργαζόμενος, ἁλιεύς, ναύτης, Χάρων Ἀποσπ. 10, Ξεν. Οἰκ. 16. 7, Πολύβ. 10. 8, 5.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
pêcheur, marin.
Étymologie: θάλασσα, ἔργον.
Greek Monolingual
θαλασσουργός, ό (Α)
αυτός που εργάζεται στη θάλασσα, ο ναυτικός ή ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + -ουργός (< έργο), πρβλ. δραματουργός, θαυματουργός].
Greek Monotonic
θᾰλασσουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που εργάζεται στη θάλασσα, ο ψαράς, ο ναυτικός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
θᾰλασσουργός: атт. θᾰλαττ-ουργός ὁ труженик моря, т. е. мореплаватель или рыболов Xen., Polyb., Luc.
Middle Liddell
θᾰλασσ-ουργός, ὁ, [*ἔργω
one who works on the sea, a fisherman, seaman, Xen.