θεόρρυτος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον, flowing from the gods, λύθρος Opp.H.5.9.
Greek (Liddell-Scott)
θεόρρῠτος: -ον, ῥέων, προερχόμενος ἐκ θεοῦ, ὄμβρος Ὀππ. Ἁλ. 5. 9.
Greek Monolingual
θεόρρυτος, -ον (AM)
αυτός που προέρχεται από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -ρρυτος (< ρέω), πρβλ. μελίρρυτος, χρυσόρρυτος].