θεόκραντος

From LSJ
Revision as of 23:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόκραντος Medium diacritics: θεόκραντος Low diacritics: θεόκραντος Capitals: ΘΕΟΚΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: theókrantos Transliteration B: theokrantos Transliteration C: theokrantos Beta Code: qeo/krantos

English (LSJ)

ον, accomplished or wrought by the gods, A.Ag.1488.

German (Pape)

[Seite 1196] von Gott vollendet, Aesch. Ag. 1499; Christod. ecphr. 98.

Greek (Liddell-Scott)

θεόκραντος: -ον, τελεσθεὶς ἢ ποιηθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1488, Χριστόδ. Ἐκφρ. 98.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
accompli par les dieux.
Étymologie: θεός, κραίνω.

Greek Monolingual

θεόκραντος, -ον (Α)
αυτός που εκτελέστηκε ή δημιουργήθηκε από τους θεούς («τὶ τῶν δ'οὐ θεόκραντόν έστιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κραντος (< κραίνω «πραγματοποιώ»), πρβλ. δημόκραντος, πολεμόκραντος].

Greek Monotonic

θεόκραντος: -ον (κραίνω), αυτός που έχει φτιαχτεί, έχει δουλευθεί από τους θεούς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θεόκραντος: свершенный богами (τί τῶνδ᾽ οὐ θεόχραντόν ἐστιν; Aesch.).

Middle Liddell

θεό-κραντος, ον κραίνω
wrought by the gods, Aesch.