κακώδης
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ες, (ὄδωδα) ill-smelling, Hp.Mul.2.204, Arist.Pr.867b10 (Comp.), Thphr.Od.2.
German (Pape)
[Seite 1306] ες, übel riechend, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακώδης: -ες, (ὄζω) κακῶς ὄζων, Ἱππ. 671. 52, Ἀριστ. Προβλ. 2. 13.
Greek Monolingual
κακώδης, -ες (Α)
αυτός που μυρίζει άσχημα, κάκοσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + -ώδης (πρβλ. θερμώδης, μελανώδης)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακώδης -ες [κακός, ὄζω] met vieze geur.