καλοποιός
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
όν, making beautiful, c. gen., τὸ δίκαιον κ. τῆς ψυχῆς Procl.in Alc. p.327C.; creating beauty, Dam.Pr.33, Cat.Cod.Astr.7.101, PMag. Leid.V.9.3; cf. καλλοποιός.
German (Pape)
[Seite 1313] schön, gut handelnd.
Greek Monolingual
καλοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που έχει αγαθοποιό επίδραση
2. αυτός που δημιουργεί κάλλος, ωραιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθοποιός, μικροποιός.