κελαδῆτις

From LSJ
Revision as of 01:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελᾰδῆτις Medium diacritics: κελαδῆτις Low diacritics: κελαδήτις Capitals: ΚΕΛΑΔΗΤΙΣ
Transliteration A: keladē̂tis Transliteration B: keladētis Transliteration C: keladitis Beta Code: keladh=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, loud-sounding, γλῶσσα Pi.N.4.86.

German (Pape)

[Seite 1413] ιδος, ἡ, fem. zu einem nicht vorkommenden κελαδήτης; γλῶσσα, singend, Pind. N. 4, 86.

Greek (Liddell-Scott)

κελᾰδῆτις: ῐδος, ἡ, μεγάλως ἠχοῦσα, γλῶσσα Πινδ. Ν. 4. 140.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
sonore, retentissant.
Étymologie: κελαδέω.

Greek Monolingual

κελαδῆτις, ἡ (Α)
αυτή που ηχεί βαριά, ηχηρή («ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα -ῆτις, -ήτιδος, που απαντά σε θηλ. αντίστοιχων αρσ. σε -ήτης (πρβλ. προφ-ήτης)].

Greek Monotonic

κελᾰδῆτις: -ιδος, ἡ, αυτή που ηχεί δυνατά, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κελᾰδῆτις: ῐδος adj. f звучная, певучая (γλῶσσα Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελαδῆτις, gen. -δος [κέλαδος] welluidend.

Middle Liddell

κελᾰδῆτις, ιδος
loud-sounding, Pind.