κεραμοπλάστης

From LSJ
Revision as of 01:33, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμοπλάστης Medium diacritics: κεραμοπλάστης Low diacritics: κεραμοπλάστης Capitals: ΚΕΡΑΜΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: keramoplástēs Transliteration B: keramoplastēs Transliteration C: keramoplastis Beta Code: keramopla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, potter, PLips.97 xxvi 10 (iv A.D.), PLond. 1821.234.

Greek (Liddell-Scott)

κεραμοπλάστης: ὁ, = κεραμεύς, Πάπυρ. Βερολ. 688, 7.

Greek Monolingual

κεραμοπλάστης, ὁ (Α)
κεραμέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. γλωσσοπλάστης, μυθοπλάστης.